ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ


Γεννήθηκα στον ζωολογικό κήπο. όταν πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, είδα την μητέρα μου να με καθαρίζει, να με βηθάει να σταθώ στα πόδια μου και να με μαθαίνει να τρώω τα διάφορα χαρτιά.
Ο ζωολογικός κήπος ήταν καθαρός, όμορφος, όμως αυτό που δε μου άρεσε ήταν τα κάγκελα, για να μη πηγαίνουμε στο διπλανό κήπο. Μερικές φορές τα μεσημέρια έρχονταν οι άνθρωποι που μας κοιτούσαν με θαυμασμό. Τα μικρά παιδιά έδειχναν αγάπη σε μένα. Βάζανε τα χέρια τους μέσα από τα κάγκελα, για να χαϊδέψουν τη μουσούδα μου κι εγώ για να τους ευχαριστήσω τους έγλειφα την παλάμη τους.
Όταν φεύγανε οι άνθρωποι, η μητέρα μου μου διηγόταν τη ζωή της. Ζούσε σε ένα όμορφο βουνό. Μου είπε ότι έπινε νερό από ένα κρυστάλλινο ρυάκι. Είχε μεγάλα δέντρα, πολλά ζώα και μου ευχόταν κάποια μέρα να βρισκόμουν κι εγώ σ’ αυτό το βουνό.
Μετά από μερικές μέρες υπήρχε μια μικρή ελαφίνα από ένα άλλο ζωολογικό κήπο, που την φέρανε σ’ εμάς για να μην είναι μόνη της. Σύντομα γίναμε φίλοι και παίζαμε όλη μέρα.
Ένα πρωί σηκώθηκα και είδα την μητέρα μου να είναι ξαπλωμένη κι εγώ πήγαινα κοντά της για να την ξυπνήσω. Ήταν πολύ κρύα και δεν κουνιόταν καθόλου. Μπήκαν μέσα οπι δασοφύλακες με βουρκωμένα μάτια. Την εξέτασαν και μου είπαν ότι ήταν νεκρή. Οι μέρες μου πέρασαν με λύπες και δυστυχίες. Και λυπόμουνα που Δε θα δει τον όμορφο αυτό τόπο.
Μετά από μερικές ημέρες ήρθε ένα φορτηγό, που θα με μετέφερε σ’ αυτό το βουνό που το λέγανε Παρνασσό. Άρχισε να βραδιάζει και το ταξίδι ήταν βαρετό. Κάποια στιγμή σταμάτησε το φορτηγό. Άνοιξε η πόρτα και κατέβηκα κάτω. Δεν ήξερα που θα μείνω και κάθησα κάτω από ένα δέντρο και αποκοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα είδα όλο το μέρος που έμοιαζε με εκείνο που μου διηγήθηκε η μητέρα μου. Ο ήλιος έμπαινε ανάμεσα από τα δέντρα, τα ζώα βγαίνανε έξω από τις φωλιές τους. Γνώρισα πάρα πολλούς φίλους σκιουράκια, αγριοκάτσικα και πολλά άλλα ζώα.
Νερό έπινα από ένα κρυστάλλινο ρυάκι. Ανέβαινα σε χιονισμένες βουνοκορφές και κατέβαινα στις πλαγιές που είχε άφθονο χορτάρι για τροφή.
Στις πλαγιές υπήρχαν μικρά χωριουδάκια που πήγαινα και έτρωγα τα λαχανικά τους. Τα παιδιά χαίρονταν για μένα, ενώ οι μεγάλοι με κυνηγούσαν γιατί πήγαινα στους κήπους τους. Ήταν πολύ νόστιμα τα φαγητά τους και έμπαινα στον πειρασμό να πηδήξω πάνω από τον φράχτη.
Μακάρι να ήταν κι η μητέρα μου να έβλεπε αυτή την ομορφιά. Ευχόμουν ότι κάποια μέρα θα έφερναν την ελαφίνα και εγώ έπρεπε να ξέρω όλη την περιοχή.

Ελευθέρογλου Χρήστος

 

Σχεδίαση ιστοσελίδων από τον Γιάννη Χαριζάνη

BACK_ARROW.GIF (1085 bytes)